Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Απόκριες στο χωριό μας!

 Αναμνήσεις από τις Απόκριες των παιδικών μου χρόνων.


Απόκριες 1963. Όρθιοι Γιάννης Χριστόπουλος και Σπύρος Παχής. Άννα Παχή, η γιαγιά μου Ζωΐτσα Κουμπούρη,

 Ευτυχία Χριστοπούλου, Γιάννης Παχής, Θανάσης και Κώστας Χριστόπουλος.


Όσο μεγαλώνουμε τόσο νοσταλγούμε τα παιδικά μας χρόνια! Σε εκείνες τις εποχές που μπορεί να υπήρχε φτώχια ήταν όμως όμορφα, αθώα και ανέμελα. Τότε που δεν υπήρχε τόσος φόβος και ο κίνδυνος δεν παραμόνευε σε κάθε γωνιά.Κάθε φορά που η μνήμη μου ταξιδεύει στα παιδικά μου χρόνια, το μέσα μου γεμίζει με όμορφες εικόνες που κοιτάζοντας το βλέπω πως το παρελθόν μοιάζει με παραμύθι!Ποιος δεν έπαιξε και δεν ξεφάντωσε στις Απόκριες των παιδικών μας χρόνων… και ποιος δεν θυμάται εκείνες τις ξεχωριστές ημέρες γιορτής. Οι παιδικές μου μνήμες, οι αφηγήσεις των παλιών και οι εικόνες που έχω είναι από τις τελευταίες μέρες της Αποκριάς. Φαίνεται ότι οι προηγούμενες Κυριακές δεν είχαν διασκεδαστικό χαρακτήρα. Όμως εκείνη την τελευταία εβδομάδα θυμάμαι πολλά.

Παιδί ακόμα θυμάμαι τον φόβο που μας προκαλούσαν οι μασκαράδες. Αυτό όμως που δεν θα ξεχάσω με τίποτα είναι η ανεμελιά της εποχής, η επαφή με τους συγχωριανούς και το άφθονο γέλιο. Χρόνια που μπορούν να μας διδάξουν ότι οι άνθρωποι δεν χρειαζόμαστε περίτεχνα και ακριβά άρματα, ούτε φαντασμαγορικά κέντρα διασκέδασης, ούτε ακόμα πολυτελή εστιατόρια, για να ζήσουμε όμορφες στιγμές!Απόκριες ονομάζονται οι τρεις εβδομάδες πριν από την Καθαρή Δευτέρα οπότε αρχίζει και η μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής. Ονομάστηκαν έτσι επειδή, την περίοδο αυτή, συνηθίζεται να μην τρώνε κρέας οι Χριστιανοί, δηλαδή «να απέχουν από κρέας»Είναι γιορτή πανάρχαια που ανάγεται στους προθρησκευτικούς ακόμη χρόνους και στις γονιμικές γιορτές που γίνονταν με αφορμή το ξύπνημα της φύσης μετά τη χειμωνιάτικη νάρκη. Είναι εποχή ευθυμίας και διασκεδάσεων γιατί η φύση αναγεννιέται οργιαστικά, η ζωή νικά τον θάνατο και ο άνθρωπος λαχταρά κι αυτός να ακολουθήσει το παράδειγμά της και να υποβοηθήσει τη διαιώνιση του είδους του. Οι Αποκριές παραμένουν η μόνη μη θρησκευτική γιορτή στη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και σε πολλά μέρη του κόσμου. Πρόκειται για ένα πανηγύρι χαράς και αναζωογόνησης. Είναι τρεις εβδομάδες κεφιού και διασκέδασης για τον περισσότερο κόσμο που αφήνει τις έννοιες και τα προβλήματα κατά μέρος.

Η περίοδος αυτή χρονικά συμπίπτει με τη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων της ελληνικής αρχαιότητας που ήταν αφιερωμένες στο μυθικό θεό Διόνυσο, θεό του κρασιού και του γλεντιού. Η Αποκριά λοιπόν είναι μια γιορτή προς το τέλος του χειμώνα. Παλαιότερα για τους κατοίκους των χωριών ήταν μια χαρούμενη ανάπαυλα στη μονότονη, χειμωνιάτικη αγροτική και κτηνοτροφική ζωή. Οι Απόκριες είναι η ζωντανή ανάμνηση της αγροτικής εποχής, τότε που ο άνθρωπος ήταν πιο δεμένος με τη φύση, εξαρτημένος αποκλειστικά από εκείνη και το έλεός της, μια περίοδος όπου οι γιορτές κατείχαν σημαντική θέση στην καρδιά του, μιας και το γέλιο, η διασκέδαση και η εκτόνωση δεν ήταν προνόμια της καθημερινότητας. Και τούτο γιατί σήμαινε ατέλειωτο γλέντι, πολυφαγία, μασκάρεμα, αστεία, αθυροστομία και γενικά κέφι και σάτιρα. Όλα αυτά κορυφώνονταν την τελευταία Κυριακή, την Τυρινή όπως λέγεται και σε πολλά μέρη την Καθαρά Δευτέρα.

Οι Απόκριες των παιδικών μου χρόνων ήταν απλές χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και αυτή ήταν και η μαγεία τους δημιουργώντας μας αναλλοίωτες αναμνήσεις στο πέρασμα του χρόνου..Τι θυμάμαι από τις απόκριες των παιδικών μου χρόνων... Μοιάζουν τόσο μακρινές, κι όμως είναι αρκετό να κλείσω για λίγες στιγμές τα μάτια και γεμίζει το μυαλό και η καρδιά εικόνες, χρώματα, μυρωδιές, γέλια, πρόσωπα αγαπημένα, χαρούμενα, που ήταν ευτυχισμένα με λίγα απλά πράγματα. Ήξεραν να ζουν όμορφα, ήξεραν να μοιράζονται, ήξεραν να αγαπούν και να κάνουν τις στιγμές γιορτή. Την Κυριακή ξεκινούσε  το χωριάτικο καρναβάλι που είχε μεγάλο γούστο! Θυμάμαι από παιδί όσοι συμμετείχαν ντύνονταν με προβιές ζώων και βάφονταν με φούμο. Όλα αυτοσχέδια. Μάλιστα εκείνοι που πρωταγωνιστούσαν στο έθιμο ήταν οι μεγαλύτεροι και οι μικροί σιγόνταραν. Παρέες-παρέες οι χωριανοί, κυρίως οι άντρες, μεταμφιέζονταν σε μασκαράδες. Όχι όπως τώρα με στολές πολυτελείας! Που τέτοια εκείνο τον καιρό… Τότε δούλευε η φαντασία μας και με ό,τι είχε ο καθένας στο σπιτικό του σκάρωνε και το δικό του “μασκαρλίκι”! Και τι δεν έβλεπες! Κάλυπταν τα πρόσωπά τους με αυτοσχέδιες μάσκες από δέρματα ζώων, κέρατα από κατσίκια, χάρτινες προσωπίδες, φορούσαν  περούκες από μαλλιά προβάτων, καπελαδούρες και φέσια, ντύνονταν με παλιές κάπες, ακόμη και φουστανέλες των παππούδων! Οι περισσότεροι κρατούσαν μαγκούρες και πολλοί κάλτσα με στάχτη για να προστατέψουν τους μασκαράδες! Όλα τούτα τα συνδύαζαν με τέτοια μαεστρία που γίνονταν κυριολεκτικά αγνώριστοι! Άλλος παρίστανε τον γαμπρό, άλλος την νύφη, άλλος τον παπά, άλλοι έκαναν τα ξωτικά κι ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σας! Δεν χρειαζόταν καμιά θεματική μεταμφίεση. Ο καθένας ντυνόταν με ό, τι μπορούσε να βρει, με φαντασία και κέφι. Αργότερα ήρθαν στο χωριό οι πρώτες μάσκες και ο χαρτοπόλεμος. Χάρτινες και πλαστικές (πιο ακριβές αυτές) με άγνωστες αδιάφορες φιγούρες. Με δυο τρύπες στα μάτια και λαστιχάκι στο πίσω μέρος να κρατιέται. Οι χάρτινες δεν ήταν και πολύ αντοχής. Την ημέρα της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς, τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια ντυνόμασταν με ρούχα που από μέρες είχαμε φροντίσει να ανακαλύψουμε στις ντουλάπες του σπιτιού. Πηγαίναμε παρέες στα συγγενικά σπίτια όπου μας επιβράβευαν με όμορφα λόγια για τη μεταμφίεση μας και μας έδιναν γλυκά, φρούτα και καμιά φορά χρήματα. Το βράδυ έφτανε η σειρά των μεγάλων να μεταμφιεστούν κρύβοντας πάντα και τα πρόσωπα, να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και να δημιουργούν διάφορα αυτοσχέδια κωμικά θεατρικά, προσέχοντας όμως να μην αποκαλυφθούν


Οι παρέες συμμετείχαν στα αστεία τους, προσπαθώντας συγχρόνως να μαντέψουν ποιοι ήταν οι μασκαράδες. Οι οικοδεσπότες τους κερνούσαν κρασί και μεζέδες και προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν με κάθε τρόπο. Μέσα από λογοπαίγνιο και έξυπνες ερωτήσεις προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν. Δεν επιτρεπόταν να τους ξεσκεπάσουν τραβώντας την μαντίλα ή την μάσκα. Επιτυχία για τους μεταμφιεσμένους ήταν να πειράξουν τους παρευρισκομένους και να μην τους αναγνωρίσουν. Η επίσκεψη μπορούσε να κρατήσει και μισή ώρα σε ένα σπίτι. Θυμάμαι, όσο ζούσαμε στο χωριό,  την Κυριακή το βράδυ να έρχονται στο σπίτι ντυμένοι μασκαράδες παρέες γειτόνων (Κουμπουραίοι, Κογιαίοι, Ζανναίοι και άλλοι) και να επικρατεί σε εμάς, τα παιδιά, πανικός. Φοβόμασταν τους μασκαράδες και τα καμώματα τους. Κι έτσι ξεκινούσε αυτό το πολύχρωμο καρναβάλι του χωριού και με αστεία καμώματα, χορούς και τραγούδια το περιδιάβαινε  μπαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, για το σχετικό καλαμπούρι και βέβαια για τα κεράσματα! Τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν και τα γέλια αντηχούσαν σε κάθε σοκάκι. Άσε πια το τι γίνονταν με τα σατυροτράγουδα: “πως το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι” ή το άλλο: “τι να σου κάνω Χάιδω μου, τι να σου κάνω γιέ μου, εγώ ο μαύρος γέρασα κι εσύ θέλεις παιχνίδια”! Μέχρι αργά το βράδυ της Κυριακής το ακούραστο καρναβάλι του χωριού είχε την τιμητική του. Μετά από τις επισκέψεις στα σπίτια οι μασκαράδες συνήθως κατέληγαν στο καφενείο όπου συνέχιζαν το ξεφάντωμα.

Σύμφωνα με μαρτυρία του συνταξιούχου δάσκαλου του χωριού μας κ. Κων/νου Πιτσίκα κάποιες φορές έντυναν νύφη τον μακαριστό ιερέα του χωριού Γιάννη Αγγελή και γαμπρό τον μακαρίτη Δημήτριο Καρακίτσο και αναπαριστούσαν τον Βλάχικο γάμο. Επίσης τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 χωριανοί μας αναπαριστούσαν το έθιμο της Καμήλας. Σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες, οι μακαρίτες Γάννης Θέος και Γεώργιος Κίσσας του Δημητρίου πρωτοστατούσαν σε αυτό. Έφτιαχναν μια καμήλα με σκελετό από σανίδια και πάνω έριχναν κουρέλια που έφταναν μέχρι το οδόστρωμα. Για κεφάλι χρησιμοποιούσαν το κρανίο ενός ψόφιου αλόγου ή γαïδάρου που το έπαιρναν από το Χαλιά, κοντά στη Βίστριζα, από τα ψόφια ζώα που πετούσαν εκεί  την εποχή εκείνη. Μέσα έμπαιναν δύο άτομα και αποτελούσαν τα πόδια της καμήλας. Ο πρώτος κρατούσε ένα σκοινί με το οποίο ήταν δεμένο το σαγόνι του κεφαλιού και τραβώντας το μπορούσε να το ανοιγοκλείνει. Εμείς όντας μικρά παιδιά τότε όταν βλέπαμε την καμήλα να μπαίνει στην αυλή του σπιτιού μας τρέχαμε να κρυφτούμε. Βλέποντας το στόμα της να ανοιγοκλείνει φοβόμασταν ότι θα μας κάνει κακό.



Το βράδυ της τελευταίας Κυριακής, εκείνα τα χρόνια, οι οικογένειες μαζεύονταν σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια με τα φαγητά τους. Έστρωναν τραπέζι με πίτες, κρέας και άφθονο κρασί. Άρχιζε το φαγοπότι με ευχές, αστεία, τραγούδια κι ύστερα χορό. Όλοι χόρευαν και τραγουδούσαν. 

Στο σπίτι μας μαζεύονταν οι θείοι με τις οικογένειες τους και τρώγαμε όλοι μαζί. Στη στάχτη του τζακιού η μητέρα μου και η γιαγιά μου έψηναν αυγά, για τον καθένα το δικό του




Αν το αυγό “ίδρωνε”, τότε ο κάτοχός του θα είχε καλή υγεία. Αν έσκαγε στη φωτιά θα… 'σκαγε και το κακό το μάτι! Το αυγό παίζει ρόλο μαντικό -η μαντεία συνοδεύει πάντα τα χρονικά περάσματα από τη μία εποχή στην άλλη. Σε άλλες περιοχές παρακολουθούσαν τίνος θα σκάσει (άρα κάποια αρρώστια θα τον απειλήσει) και τίνος θα ιδρώσει, άρα θα μείνει υγιής. Αλλού, ο γηραιότερος της οικογένειας έπαιρνε ένα αυγό δεμένο σε ξύλο και το περιέφερε μπροστά στο στόμα όλων ως εκκρεμές. Όποιος με το στόμα το έπιανε ήταν ο νικητής. Ευχόταν: «με αβγό το κλείνω, με αβγό να το ανοίξω», εννοώντας το Πάσχα με το κόκκινο αβγό.




Πρόκειται για ένα από τα παλιά και δημοφιλή έθιμα που ένωνε όλη την οικογένεια, από τον μικρότερο ως τον μεγαλύτερο.
Την επόμενη μέρα, την Καθαρά Δευτέρα, άρχιζε πλέον η ψυχική και σωματική προετοιμασία για το Πάσχα. Την Καθαρά Δευτέρα, οι νοικοκυρές φρόντιζαν πρώτα απ' όλα για την καθαριότητα, για να φύγουν, όπως έλεγαν, “τα κακά τα πνεύματα”! Έτσι λοιπόν τα σπίτια άστραφταν, ενώ στη συνέχεια ετοίμαζαν και τα νηστίσιμα: την παραδοσιακή κουλούρα, (τη σημερινή λαγάνα) τα φασόλια, τα χορταρικά, τα θαλασσινά και το σπιτικό χαλβά. Θυμάμαι την μητέρα μου να φτιάχνει την ταραμοσαλάτα με κόκκινο ταραμά (τότε αυτόν πουλούσαν). Χαρακτηριστικό της ημέρας αυτής ήταν και το παραδοσιακό πέταγμα του χαρταετού. Γέμιζαν οι ουρανοί με φανταχτερά χρώματα και περίτεχνα σχέδια. Κάθε παιδί έφτιαχνε τον δικό του αετό, βρίσκοντας και κόβοντας τα κατάλληλα ξύλα, κολλώντας τα με ψαρόκολλα και έβρισκαν μόνοι τους τα ζύγια για τα σκοινιά.Τα αδέλφια μου προσπαθούσαν κάθε χρόνο να φτιάξουν τον δικό τους χαρταετό και φυσκά να τον κάνουν να πετάξει. Ο χαρταετός είναι για την Ελλάδα ένα σύμβολο της πίστης μας αλλά και ένα έθιμο που έχουμε συνδέσει με τη φύση, τις όμορφες οικογενειακές στιγμές και τα παιδικά μας χρόνια.. 
Σήμερα τα έθιμα αυτά έπαψαν να υπάρχουν στο χωριό μας λόγω έλλειψης κατοίκων (εκείνοι που πρωτοστατούσαν σε αυτά τα έθιμα έχουν πεθάνει). Τα έθιμα αυτά άρχισαν να παρακμάζουν όταν στη Ελλάδα αυξήθηκε η εγκληματικότητα και έκανε τους κατοίκους επιφυλακτικούς στο να δέχονται ανθρώπους μεταμφιεσμένους στα σπίτια τους.
Σήμερα στην περιοχή μας έχουμε την Κυριακή των Αποκριών το Καρναβάλι της Σπερχειάδας και την Δευτέρα ιδιαίτερη αίσθηση προκαλούν οι μεταμφιεσμένοι ινδιάνοι στη Μακρακώμη. Ένα έθιμο που κρατά πολλά χρόνια και που κορυφώνεται την Καθαρή Δευτέρα.
Με το πέρασμα των χρόνων η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση επηρέασε και τον εορτασμό των Αποκριών που άρχισαν να αλλάζουν ύφος κυρίως στα θέματα του καρναβαλιού, της μεταμφίεσης και της διασκέδασης.  Αποκριά σημαίνει φαντασμαγορικό θέαμα με παρέλαση αρμάτων και μεταμφιεσμένων, φανταχτερές στολές, πάρτι μασκέ κ.ά. Εκείνα τα χρόνια η Αποκριά είχε έναν καθολικό, αυθόρμητο, γνήσιο και απλό χαρακτήρα. Μικροί, μεγάλοι, μασκαρεμένοι κι αμασκάρευτοι, χαίρονταν, τραγουδούσαν, σατίριζαν, διασκέδαζαν με την καρδιά τους. 
Σήμερα τα έθιμα και οι παραδόσεις σε πολλές περιοχές μεταφέρονται αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά έως και τις ημέρες μας, ενώ αλλού αναβιώνουν έχοντας εμπλουτιστεί με άλλα έθιμα.
Στα αστικά κέντρα έχουν πιο κοσμικό χαρακτήρα κι είναι μια ευκαιρία για ξεφάντωμα, χορό και κρασί! Εκδηλώσεις εμπνευσμένες από την ιστορία, την παράδοση αλλά και τη σύγχρονη ζωή. 
Οι Απόκριες και οι μασκαράδες είναι μέρος της ελληνικής παράδοσης.  Σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας την περίοδο αυτή διοργανώνονται εκδηλώσεις, γλέντια και καρναβάλια. Στην Πάτρα, στη Θήβα, στο Ρέθυμνο, στη Λάρισα, στην Αθήνα, στη Βέροια, στα Γιάννενα κ.λ.π. διοργανώνονται καρναβαλικές εκδηλώσεις με μεγάλη συμμετοχή επισκεπτών. Τα καρναβάλια δεν συντελούν μόνο στην καλύτερη ποιότητα ζωής των χωριών και των πόλεων, αλλά παράλληλα ενισχύουν τις τοπικές οικονομίες καθώς προσελκύουν πλήθος επισκεπτών.


 

 Ευτυχία Χριστοπούλου

 Συνταξιούχος Καθηγήτρια

                                         Πρόεδρος Πολιτιστικού Συλλόγου « Σύγχρονοι Ιναχιείς»


Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Ελλάδα

Δεκεμβρίου 01, 2021 0

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο αποτελεί ένα από τα πιο όμορφα χριστουγεννιάτικα έθιμα. Σε κάθε σπίτι έχει καθιερωθεί ο στολισμός του. Οι συμβολισμοί και τα νοήματά του πολλά.

Πότε, πώς και γιατί χρησιμοποιήθηκε σαν σύμβολο το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που στολίζουμε κάθε χρόνο; Από πού προέρχεται το έθιμο; Πότε ήρθε στην Ελλάδα; Τι συμβολίζει το αστέρι στην κορυφή και τι η φάτνη στη ρίζα του; Γιατί σε κάποια μέρη στολίζουν «ένα καραβάκι»; Τι είναι το «χριστόξυλο»;

Οι πρόγονοι του Χριστουγεννιάτικου δέντρου μπορούν να αναζητηθούν στα ειδωλολατρικά έθιμα της λατρείας των δέντρων. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές η παράδοση να στολίζονται δέντρα ή κομμάτια δέντρων υπήρχε σε όλες τις θρησκείες από την αρχαιότητα. Τα δέντρα μεταφέρονταν μέσα στα σπίτια και οι άνθρωποι τα στόλιζαν, για να εξασφαλίσουν καλή σοδειά τον επόμενο χρόνο. Πολύ πριν από την έλευση του Χριστιανισμού φυτά και δέντρα, που παρέμεναν πράσινα όλο το χρόνο, είχαν ιδιαίτερη σημασία για τους ανθρώπους μέσα στο χειμώνα. Οι αρχαίοι λαοί κρεμούσαν αειθαλή κλαδιά πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρά τους, γιατί πίστευαν ότι κάτι τέτοιο κρατάει μακριά μάγισσες, φαντάσματα, κακά πνεύματα και ασθένειες.

Στη χριστιανική θρησκεία τον 4ο αιώνα καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης του Χριστού και τον 8ο αιώνα στολίστηκε το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο που ήταν έλατο. Μάλιστα η επιλογή του ελάτου έγινε από τον μοναχό Βονιφάτιο, για να σβήσει την ιερότητα που απέδιδε ο κόσμος μέχρι τη στιγμή εκείνη (κατάλοιπο της ειδωλολατρίας) στη δρυ. Έτσι αντικαθιστά την βελανιδιά, που λάτρευαν οι αρχαίες Γερμανικές φυλές, με το έλατο, που έγινε χριστιανικό και χριστουγεννιάτικο σύμβολο, λόγω του κωνοειδούς, τριγωνικού σχήματος του. Το έλατο έγινε εύκολα αποδεκτό από τους Χριστιανούς σαν σύμβολο χριστιανικό και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων

Οι Γερμανοί φαίνεται ότι ήταν οι πρώτοι οι οποίοι έβαλαν το Χριστουγεννιάτικο δέντρο σπίτι τους. Το διακοσμούσαν με καρύδια, μπισκότα και κάθε είδους φαγώσιμα και κεριά, θέλοντας να συμβολίσουν τα θεία δώρα που έκαναν οι Μάγοι στο νεογέννητο Χριστό.

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον ελλαδικό χώρο το 1833. Το έφεραν ο Όθωνας και η Βαυαρική δυναστεία ως Γερμανικό έθιμο και το πρώτο έλατο στολίστηκε στα ανάκτορα του Ναυπλίου, όπου οι κάτοικοι έκαναν ουρές για να το θαυμάσουνκαι συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια στο παλάτι των Αθηνών. Στις 24 Δεκεμβρίου 1843 στήθηκε για πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο δέντρο σε ελληνικό σπίτι και συγκεκριμένα στο αρχοντικό του Ναξιώτη Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, γενικού Προξένου της Ρωσίας στην Αθήνα.

Το έθιμο, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, άργησε να εξαπλωθεί στην χώρα μας. Μόλις την δεκαετία του τριάντα κάποια αστικά σπίτια άρχισαν να στολίζουν χριστουγεννιάτικο δέντρο, ενώ μεταπολεμικά το έθιμο διαδόθηκε ταχύτατα τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο χώρα.

Πρόδρομός του στην Ελλάδα το Χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάνζαλος, ένα χοντρό ξύλο από αχλαδιά ή αγριοκερασιά, είτε από πεύκο ή ελιά. Το ξύλο αυτό μπορεί να έχει ετοιμαστεί και από το καλοκαίρι ακόμη ειδικά για τη χριστουγεννιάτικη νύχτα.

 Επειδή όλα τα σπίτια τις περασμένες δεκαετίες ζεσταίνονταν με τζάκια, οι νοικοκυραίοι διάλεγαν ένα μεγάλο ξύλο από είδος δέντρου που είχαν στην περιοχή τους - το Χριστόξυλο- και το έκαιγαν την παραμονή των Χριστουγέννων.

Πριν βάλουν το κούτσουρο στη φωτιά, καθάριζαν σχολαστικά το τζάκι, ακόμη και την καμινάδα. Σε κάποιες δε περιοχές, έβαζαν ξύλα από δέντρα που βγάζουν αγκάθια, σαν την αγριοαχλαδιά για να "απομακρύνουν καλύτερα τα κακά πνεύματα που στις γιορτές αποκαλούμε καλικάντζαρους"»

Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, τους καλικάντζαρους.

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια ήταν  μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού άναβε την καινούρια φωτιά και έμπαινε στην εστία το Χριστόξυλο.

Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καιγόταν το Χριστόξυλο, ζεσταίνονταν ο Χριστός στη φάτνη Του.

Κάθε οικογένεια προσπαθούσε να διατηρήσει αυτή τη φωτιά αναμμένη για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Με κούτσουρα που έκαιγαν στο τζάκι στα σπίτια της ελληνικής υπαίθρου, οι άνθρωποι ξόρκιζαν τα κακά πνεύματα και εύχονταν για τη νέα χρονιά, ενώ ακόμη και η στάχτη θεωρούταν «ιερή» και την σκόρπιζαν στα χωράφια για καλή σοδειά και στους στάβλους για την ευζωία των ζώων αντίστοιχα.

Το «Χριστόξυλο», εντάσσεται στα έθιμα της χώρας μας, τα οποία συνδέονται με την ύπαιθρο.

Το "Πάντρεμα της φωτιάς" είναι μια παραλλαγή του "Χριστόξυλου", ένα έθιμο που τηρούσαν στη Θεσσαλία και στη Στερεά Ελλάδα. Η διαφορά τους έγκειται στο πλήθος των ξύλων που χρησιμοποιούνταν για την φωτιά. Ενώ στο "Χριστόξυλο" έχουμε ένα μεγάλο κούτσουρο, στο "Πάντρεμα της φωτιάς" έχουμε δύο ή τρία. Το πρώτο συμβολίζει τον νοικοκύρη και είναι από δέντρο που έχει αρσενικό όνομα π.χ. πλάτανος. Το δεύτερο συμβολίζει την νοικοκυρά και είναι από δέντρο που έχει θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά. Όπου χρησιμοποιείται και τρίτο ξύλο συμβολίζει τον κουμπάρο και είναι από δέντρο ανεξαρτήτου ονομασίας, διαφορετικού όμως είδους από τα δύο πρώτα. Αφού καθαριστεί το τζάκι επιμελώς το πρωί της παραμονής, το βράδυ τοποθετούνται «σταυρωμένα» τα ξύλα και ανάβει η φωτιά.


Προτού βάλουν τα ξύλα, τα "σταύρωναν" τρεις φορές με λίγο κόκκινο κρασί ή λάδι και έριχναν ξηρούς καρπούς για να πάει καλά η σοδειά. Όταν άναβαν τα ξύλα, έκαναν ευχές και ένα παιδί μπορούσε στη συνέχεια να σκαλίσει τη φωτιά με ένα κλαδί και να κάνει και αυτό τις δικές του ευχές. Παράλληλα, σε διάφορες περιοχές έβαζαν πάνω στα κούτσουρα πουρνάρια ή φύλλα δάφνης, για να "τσιτσιρίζει" η φωτιά και να διώχνει τα κακά πνεύματα.

Στη Φθιώτιδα, την παραμονή των Χριστουγέννων, έκαναν το «αρραβώνιασμα της φωτιάς» με δύο ξύλα και την Πρωτοχρονιά, με άλλα δύο ξύλα, προχωρούσαν στο «πάντρεμα».

Όσο για το άναμμα της φωτιάς που συνδέονταν με τα έθιμα του Χριστόξυλου, του «παντρέματος» ή των κλαδαριών, όλα αυτά, πέραν του εξαγνισμού, σχετίζονταν και με τον ερχομό της άνοιξης.

Είναι γνωστό ότι για πολλά χρόνια και πριν επικρατήσει το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου στα ελληνικά σπίτια, το στολισμένο καραβάκι αποτελούσε την κλασική εικόνα την περίοδο των γιορτών.


Συγκεκριμένα αποτελεί παράδοση των παλαιών εποχών της χώρας μας, όταν τα παιδιά με αγάπη, χαρά και δημιουργικότητα  κατασκεύαζαν τα παιχνίδια τους. Τότε συνήθιζαν να κατασκευάζουν παιχνίδια απ’ ότι είχαν πρόχειρο: ξύλα, χαρτί, ύφασμα και η πλέον συνήθης κατασκευή ήταν αυτή του καραβιού. Εμπνευσμένο από τα ταξίδια των συγγενών τους και από την προσμονή τους να τους ξανασυναντήσουν, το καράβι μαρτυρά   την αγάπη τους για την θάλασσα.  Ο στολισμός του μάλιστα αποτελούσε και μια μορφή καλωσορίσματος στους ναυτικούς, που επέστρεφαν από τα ταξίδια τους και μαρτυρούσε ότι ποτέ δεν τους ξεχνούσαν και ανέμεναν την επιστροφή τους.

Επειδή όμως το καράβι είναι άμεσα συνδεδεμένο με το αίσθημα του αποχωρισμού καθώς και με δυσάρεστες αναμνήσεις, δεν θα μπορούσε να συμβολίσει οικογενειακές συνεστιάσεις θαλπωρής. Για το λόγο αυτό η χρήση του ως διακοσμητικό στοιχείο την εποχή των Χριστουγέννων άρχισε σιγά σιγά να εγκαταλείπεται και η χρήση του ως εορταστικό σύμβολο φαντάζει αδύνατη.

Σήμερα αποτελεί ένα έθιμο που έχει υποχωρήσει και τη θέση του έχει πάρει ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου έλατου.

Μια προσπάθεια να αντικατασταθεί το χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ελληνοπρεπέστατο καραβάκι στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα δεν ευοδώθηκε.

Αναμφισβήτητα το χριστουγεννιάτικο δέντρο αποτελεί ένα από τα πιο όμορφα χριστουγεννιάτικα έθιμα. Σε κάθε σπίτι έχει καθιερωθεί ο στολισμός τουκαι σε όλα τα ελληνικά σπίτια καθιερώνεται από το 1950 και μετά. Οι συμβολισμοί και τα νοήματά του πολλά. Στην βάση του τοποθετείται συνήθως μια φάτνη που αναπαριστά τη γέννηση του Χριστού, ενώ το αστέρι στην κορυφή του δέντρου συμβολίζει το φωτεινό άστρο της ανατολής που αναγγέλει την γέννησή Του και οδήγησε τους τρεις μάγους στη φάτνη. Κάποιες φορές στην κορυφή βάζουμε έναν άγγελο ο οποίος με τη σειρά του, συμβολίζει τον άγγελο Κυρίου που ανακοίνωσε στον Ιωσήφ και την Παρθένο Μαρία τη γέννησή Του.

Το τριγωνικό σχήμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου συμβολίζει  την Αγία Τριάδα. Οι κόκκινες χριστουγεννιάτικες μπάλες, συμβολίζουν τη θυσία του Σωτήρα για  τη σωτηρία όλων εμάς (το κόκκινο συμβολίζει το αίμα στην ουσία). Οι γιρλάντες συμβολίζουν κάτι χαρμόσυνο και χαρούμενο που δεν είναι άλλο από τη γέννηση του Χριστού.Τώρα, γιατί πρέπει να το στολίζουμε, το δέντρο και την φάτνη, με ψεύτικο χιόνι αυτό δεν έχει να κάνει με τη Βηθλεέμ, αλλά με τη Γερμανική προέλευση του εθίμου.Τα λαμπάκια (παλιά έβαζαν κεριά) συμβολίζουν ότι ο Χριστός είναι το Φως της ζωής.

Τα Χριστούγεννα και οι εορτασμοί του Δωδεκαήμερου δεν αποτελούν σημαντικές εορτές μόνο για την Ορθοδοξία, αλλά και για την πολιτιστική παράδοση των Ελλήνων, διότι συνοδεύονται από ποικίλα χαρακτηριστικά, γραφικά έθιμα. Τρία στοιχεία συνδέονται άρρηκτα στις  εορταστικές εκδηλώσεις του Ελληνικού λαού: το θρησκευτικό πνεύμα, η ελληνική παράδοση και η έντεχνη προσαρμογή στις ανάγκες της καθημερινότητας.

Με τις αλλαγές στον τρόπο ζωής με το πέρασμα του χρόνου, κάποια παραδοσιακά έθιμα χάθηκαν, όμως αρκετές τοπικές παραδόσεις εξακολουθούν να διατηρούνται και στις μέρες μας και προσδίδουν ανεπανάληπτο χριστουγεννιάτικο χρώμα στις γιορτινές ημέρες.


Ευτυχία  Ι. Χριστοπούλου

Καθηγήτρια





Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Τρύγος στο Χωριό

Σεπτεμβρίου 20, 2021 0

 


Τρύγος 

 Σεπτέμβρης ο πρώτος μήνας του Φθινοπώρου, αλλά και Τρυγητής ..... και όχι άδικα αυτή η ονομασία, αφού είναι ο μήνας του τρύγου, μια από τις πιο κουραστικές δουλειές του γεωργού. Μια δραστηριότητα που προσφέρει στον άνθρωπο πολλά προϊόντα.

Ελάχιστα πλέον αμπέλια έχουν απομείνει στην πατρίδα μας, οι μνήμες όμως έχουν απομείνει όχι μόνο της εποχής του τρύγου αλλά και του πλήθους των εργασιών που χρειαζόταν να γίνουν μέχρι τη συγκομιδή. Μετά την ωρίμανση των σταφυλιών, προϊόν που συνδέεται με την οικονομία και την κοινωνία, περιμένει ο τρύγος. Ο καλλιεργητής αλλά κι ο γλεντοκόπος περιμένουν εναγωνίως κι οι δυο τη νέα σοδειά του κρασιού, που θα τους κρατήσει συντροφιά όλη την επόμενη χρονιά.

Τα παλιότερα χρόνια ο τρύγος είχε περισσότερο την μορφή πανηγυριού παρά μιας αγροτικής εργασίας. Και σήμερα όμως η όλη διαδικασία από τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλιών, μέχρι και την παρασκευή του κρασιού και του τσίπουρου, αποτελεί μια ευχάριστη διαδικασία για ανθρώπους κάθε ηλικίας που φροντίζουν να βρίσκονται αυτές τις ημέρες σε όλες αυτές τις πραγματικές "τελετουργίες". Μπαίνοντας ο Σεπτέμβρης όσοι έχουν αμπέλια αρχίζουν τις προετοιμασίες. Πλένουν τα βαρέλια και τα γεμίζουν με νερό για  να διασταλούν οι ξύλινες ρωγμές με την απορρόφηση νερού ώστε να γίνουν στεγανά, κάνουν επιδιορθώσεις στα παλιά βαρέλια και αγοράζουν καινούργια καλάθια ή κοφίνες εάν έχουν χαλάσει τα παλιά.

Κρασοβάρελο.

 Για τον τρύγο σηκώνονται από πολύ πρωί, από το γλυκοχάραμα. Στον τρύγο έρχονται να βοηθήσουν και οι γείτονες. Κρατούν όλοι από ένα μαχαιράκι και σε κάθε κλήμα σταματούν. Αφήνουν κάτω το καλάθι τους και κόβουν με πολύ προσοχή το σταφύλι επάνω στο κοτσάνι. Το βάζουν στο καλάθι και συνεχίζοντας κόβουν κι’ άλλο, κι’ άλλο. Άμα γεμίσουν το καλάθι τους, πηγαίνουν και το αδειάζουν στο μεγάλο κοφίνι ή τα καφάσια. Το γεμίζουν και το αδειάζουν τόσες φορές που χάνουν το μέτρημα. "Θέρος, τρύγος, πόλεμος",συνηθίζουν να λένε ακόμα οι ηλικιωμένοι στα χωριά. Είναι μια φράση που δείχνει πόσο απαραίτητη είναι η αλληλεγγύη και στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις, πόσο καθοριστική είναι η συμβολή όλων - ακόμα και ενός μικρού παιδιού - στο μάζεμα των σταφυλιών.

 Μετά το κόψιμο γίνεται η μεταφορά στα πατητήρια  ή ειδικά μηχανήματα της εποχής μας, όπου με σύνθλιψη των σταφυλιών έχουμε την εξαγωγή του μούστου.


                                                    Μηχάνημα σύνθλιψης σταφυλιών. 

Κατόπιν ο μούστος μπαίνει στα βαρέλια ή παραμένει στο πατητήρι για κάποιες ώρες για να πάρει χρώμα και τανίνες. Τότε έρχεται η ώρα της γιορτής. Όλοι κάθονται στο πλούσιο τραπέζι με τα καλύτερα κρασιά του σπιτιού και εύχονται στον νοικοκύρη. Η κούραση της ημέρας μετατρέπεται σε διάθεση για τραγούδι και γλέντι. Ο μούστος θα μείνει στα βαρέλια με το μυρωδάτο ρετσίνι για να γίνει η οινοποίηση, θα βράσει και στη συνέχεια θα σφραγιστεί.Έπειτα σειρά έχουν τα στέμφυλα που είναι ότι απόμεινε από το πάτημα των σταφυλιών, το ταπεινό υπόλειμμα του κρασιού, τα συμπιεσμένα σταφύλια (στέμφυλα). Με την επεξεργασία της απόσταξης με το ειδικό καζάνι, το ρακοκάζανο, θα μας δώσουν το τσίπουρο ή τη ρακή. Το φρέσκο τσίπουρο θα αρχίσει να ρέει από τους αποστακτήρες, και ένα πραγματικό γλέντι θα αρχίσει να στήνεται γύρω από κάθε «καζάνι». Η διαδικασία της παραγωγής του τσίπουρου  αποτελεί πραγματική ιεροτελεστία, που τηρείται κάθε χρόνο με θρησκευτική ευλάβεια. 

                                                     

                                                                 Άμβυκας (ρακοκάζανο). 

Και βέβαια σε κάθε αγροτόσπιτο είχαμε και τη γιορτή του μούστου με την παρασκευή του πετιμεζιού, της μουσταλευριάς, των σουτζουκιών, των ρετσελιών, και τόσα άλλα που παρασκεύαζαν οι νοικοκυρές από το μούστο μαλώνοντας πολλές φορές  με τους άνδρες καθώς εκείνοι ήθελαν να κάνουν περισσότερο κρασί  ενώ οι γυναίκες μουστοπαρασκευάσματα τα οποία, ως γνωστόν, θέλουν πολύ μούστο.

Αλλά και στη θρησκεία και στην ποίηση και στην δημοτική - λαϊκή παράδοση το αμπέλι, το κρασί, ο τρύγος και οι εργασίες γύρω από την φροντίδα του αμπελιού, έχουν έντονη παρουσία.Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο Χριστός χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως αμπέλι και τους μαθητές του ως κλήματα («Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή και ο πατήρ μου ο γεωργός εστίν..»). Συμβολική παράσταση της αμπέλου υπάρχει σε πολλά τέμπλα εκκλησιών, στις βυζαντινές εικόνες και γενικά στις αγιογραφήσεις των ναών.


                                         Η άμπελος σε τέμπλο εκκλησίας. 

 «Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο, δέσε σταφύλια κόκκινα να μπω να σε τρυγήσω, να κάμω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γεμάτο. Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να σε κρύψω, να σε φυλάξω ολάκαιρες χρονιές ακέριους μήνες, ώσπου να έρθει μιαν Άνοιξη, νάρθει ένα καλοκαίρι …», γράφει σε ένα από τα ποιήματά του ο Κώστας Κρυστάλλης.

Στις μέρες μας ο τρύγος και η παραγωγή κρασιού ή τσίπουρου γίνεται με πιο σύγχρονες τεχνικές μεθόδους, τόσο για τους οικιακούς παραγωγούς, όσο και στα μεγάλα οινοποιεία, που παράγουν ποσότητες κρασιού για την τοπική και ξένη αγορά. Ο τρύγος όπως τον περιγράψαμε περιληπτικά μόνο σε λαογραφικά πανηγύρια γίνεται. Ελάχιστοι τρυγούν πλέον με τον παραδοσιακό τρόπο. Ο τρύγος πια έχασε την παλιά του αίγλη. Το πάτημα στα πατητήρια αντικαταστάθηκε με πιεστήρια, αλεστικές και διαχωρεστικές ή φυγοκεντρικές μηχανές. Η μεταφορά γίνεται πλέον σε πλαστικά δοχεία ή κλούβες φορτωμένα σε αγροτικά αυτοκίνητα. Που να βρεθούν κάρα και μουλάρια… Ο καθαρισμός των βαρελιών γίνεται με χημικά καθαριστικά και δίχως κονιάκ στο τελευταίο χέρι για να μοσχοβολάει το ξύλο του βαρελιού… Μόνο το κόψιμο των σταφυλιών γίνεται ακόμη παραδοσιακά. Αλλά χωρίς όλο εκείνο το χαρούμενο σμήνος ανθρώπων που με γέλια, χαρούμενες φωνές και τραγούδια χαιρόταν τον τρύγο.. Το κρασί αγαπήθηκε πολύ από τον άνθρωπο, εξυμνήθηκε, «θεοποιήθηκε», έγινε το σύμβολο της λεβεντιάς και της ρώμης, αλλά και καταφυγή στη θλίψη, στενοχώρια, κακοκεφιά, στη μεγάλη χαρά. Ή όπως πολύ πιο συνοπτικά είπε ο Victor Hugo: "Ο Θεός δεν πρόσφερε παρά μόνο το νερό, αλλά ο άνθρωπος έφτιαξε το κρασί»

 

                                                                    Ευτυχία Χριστοπούλου

                                                           Πρόεδρος Πολιτιστικού Συλλόγου

                                                                  «Σύγχρονοι Ιναχιείς»

 

 

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Απριλίου 24, 2021 0













Πάσχα στον Άγιο Σώστη κατά τη δεκαετία του ’60.


Πάσχα στο μύλο του Λάγιου. Ψήνουν Γιάννης Λάγιος, Νίκος Παχής, Νώντας Νταούτης, Μαριγούλα Λάγιου, Μορφή Παχή, Σοφία Νταούτη,  Άννα Παχή, Σούλα Παχή, οι κόρες του Γιάννη Λάγιου, τα παιδιά του Νώντα Νταούτη και άλλοι.

Το Πάσχα είναι μια μεγάλη γιορτή για τον Χριστιανισμό, που συμπίπτει με τον ερχομό της Άνοιξης και γιορτάζεται με ευλάβεια και χαρά σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ανταμώνουν οικογένειες, ζωντανεύουν μικρά χωριά, θυμούνται οι ξενιτεμένοι τον τόπο τους. Η παράδοση στη χώρα μας είναι πλούσια και μακραίωνη. Έχουν επιβιώσει ήθη κι έθιμα αιώνων, με επιρροές ακόμη κι από την αρχαιότητα, που γιορτάζονται όλα μέσα σε μια ατμόσφαιρα ξεχωριστής κατάνυξης. Μέσα από την προφορική παράδοση και την πίστη, τα έθιμα έχουν καταφέρει να φτάσουν έως τις μέρες μας. Με την μοναδικότητά τους, ομορφαίνουν το Πάσχα και προσφέρουν υπέροχες στιγμές εορτασμού σε όλους τους πιστούς. Το Πάσχα, είναι η δεύτερη μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας μετά τα Χριστούγεννα. Καθ’ όλη την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, στην εκκλησία, υπάρχει λειτουργία κατά την οποία και εξιστορούνται τα πάθη του Χριστού.Την δεκαετία του ’60 που ζούσαμε ακόμα στο χωριό, το Πάσχα εορταζόταν με έθιμα που σήμερα δεν υφίστανται.Το Σάββατο του Λαζάρου είναι από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεωρείται η «πρώτη γεύση» της Μεγάλης Εβδομάδας. Μέρα νίκης της ζωής επί του θανάτου. Μέρα χαράς που προοικονομεί τη χαρμολύπη της Μεγάλης Εβδομάδας και της Ανάστασης που ακολουθεί, που ο λαός την ονομάζει «Λαζαροσάββατο». Από τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη πολλά έθιμα τιμούσαν την λαμπρή αυτή μέρα. Ωστόσο με τα χρόνια οι εκδηλώσεις λησμονήθηκαν, με πολύ λίγες περιοχές της χώρας να τις διατηρούν ακόμη ζωντανές.Πιο διαδεδομένο έθιμο για το Σάββατο του Λαζάρου είναι τα «κάλαντα του Λαζάρου». Τα κάλαντα ήταν αποκλειστικά σχεδόν γυναικεία υπόθεση με τις μικρές «Λαζαρίνες» να τραγουδούν και να αναγγέλλουν τη χαρμόσυνη εορτή. Την παραμονή της γιορτής τα κορίτσια του χωριού ξεχύνονταν στα χωράφια και μάζευαν λουλούδια με τα οποία στόλιζαν μικρά καλαθάκια.

Το Σάββατο το πρωί, κρατώντας το στολισμένο καλάθι, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα. Τα κάλαντα που τραγουδούσαν ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή.

Εις την πόλη Βηθανία, Μάρθα κλαίει και Μαρία,

Λάζαρο τον αδερφό τους, τον γλυκύ και καρδιακό τους.

Τον μοιρολογούν και κλαίνε, τον μοιρολογούν και λένε,

τρεις ημέρες τον θρηνούσαν, και τον εμοιρολογούσαν.

Την ημέρα την τετάρτη, κίνησε ο Χριστός για να ’ρθει,

και εβγήκε η Μαρία, έξω από την Βηθανία….

 Στο χωριό μας τα κάλαντα ήταν τα παρακάτω:

 

Ήρθ' ο Λάζαρος, βαβά,

το κοφ'νάκι μ', θελ' αβγά,

η τσιπούλα μ', κουκουσούλες,

τα χεράκια μ', πενταρούλες!

 

Καλώς μας (σας) ηύρε ο Λάζαρος, (χιλιών καλών σας ηύρε)

(Καλώς μας ήρθαν τα βάγια.

Καλώς μας ήρθε η Κυριακή

που τρων' τα ψάρια.)

Με τ' άσπρα, με τα κόκκινα,

με τ' άμορφα λελούδια.

Κι τη Λαμπρή χαρούμενοι (καλόκαρδοι)και καλοκαρδισμένοι.

 

Για την κυρά του σπιτιού τραγουδούσαν;

 Κυρά π' όταν στολίζεσαι

και πας να πάρεις βάγια,

βάνεις τον ήλιο πρόσωπο

και το φεγγάρι στήθος (αστέρι)

και την οχιά την πλουμιστή,

γκιορδάνια στο λαιμό σου.

Για τον νοικοκύρη τραγουδούσαν άλλο, το ίδιο ίσχυε και για τα παιδιά της οικογένειας.

Την Κυριακή των Βαΐων έθιμο της ημέρας είναι ο στολισμός των εκκλησιών με βάγια. Το ίδιο γινόταν και στο χωριό μας. Μετά τη λειτουργία ο παπα-Αντρέας Πυρρωστής, που ήταν τότε ο ιερέας του χωριού, τα ευλογούσε και τα έδινε στους πιστούς. Από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, που στην ουσία αρχίζει η Μεγάλη Εβδομάδα, και κάθε βράδυ, οι χωριανοί πηγαίνουν στην εκκλησία και παρακολουθούν με κατάνυξη τις Ιερές Ακολουθίες Την Μεγάλη Εβδομάδα, οι πιστοί γιορτάζουν την ανάμνηση της πορείας του Κυρίου από τη θριαμβευτική Του είσοδο στα Ιεροσόλυμα ως τη Σταύρωσή Του και την Ανάσταση. Την Μεγάλη Δευτέρα και την Μεγάλη Τρίτη οι νοικοκυρές φρόντιζαν για την καθαριότητα και το στολισμό του σπιτιού για το Πάσχα. Άσπριζαν με ασβέστη τις αυλές και τους τοίχους και σκούπιζαν μέχρι και τον δρόμο έξω από το σπίτι. Το πρωί της Μεγάλης Τετάρτης τελούνταν η Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία και το απόγευμα το Μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου. Ο παπα - Αντρέας Πυρρωστής διάβαζε εφτά Ευαγγέλια και εφτά ευχές για να ευλογήσει το λάδι που το χρησιμοποιούμε για τη θεραπεία ψυχικών και σωματικών ασθενειών. Με το λάδι αυτό ο ιερέας «σταύρωνε» τους πιστούς στο μέτωπο, στο πιγούνι, στα μάγουλα και στις παλάμες.Την Μεγάλη Πέμπτη το πρωΐ, κατά τη λειτουργία,  κοινωνούσαν πολλοί πιστοί. Επίσης την Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές πήγαιναν στην Εκκλησία κόλλυβα και ψυχούδια, για τις ψυχές των προσφιλών τους που έφυγαν από τη ζωή.

Από τη Μεγάλη Πέμπτη, άρχιζαν κυρίως τα πασχαλινά έθιμα. Την ημέρα αυτή ξεκινούσαν οι προετοιμασίες στα σπίτια για τον εορτασμό της Ανάστασης. Οι νοικοκυρές ζύμωναν λαμπροκουλούρες και τσουρέκια, έπλαθαν και έψηναν πασχαλιάτικα κουλουράκια και έβαφαν κόκκινα αυγά. Το αυγό συμβολίζει από την αρχαιότητα την ανανέωση της ζωής και το κόκκινο χρώμα το αίμα του Χριστού. Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά δεν γίνεται. Για αυτό και η Μεγάλη Πέμπτη λέγεται επίσης και Κόκκινη Πέμπτη ή «ΚοκκινοΠέμπτη». Το βράδυ, όταν διαβάζονταν τα δώδεκα Ευαγγέλια και γινόταν η τελετή της Σταύρωσης του Χριστού, η συγκίνηση της λαϊκής ψυχής για το θείο δράμα κορυφώνονταν. Υπάρχει η κοινή αντίληψη ότι οι ψυχές των νεκρών την Μεγάλη Πέμπτη, όταν ο Σωτήρας κατεβαίνει στον Άδη, λυτρώνονται και ξανασαίνουν. Για αυτό και οι συγγενείς τους την ημέρα αυτή, ή τις επόμενες, επισκέπτονται τα νεκροταφεία και αφήνουν πάνω στους τάφους λουλούδια ή άλλες προσφορές.

Η Μεγάλη Παρασκευή, είναι ημέρα πένθους, Το χωριό μας, όπως και όλοι οι χριστιανοί του κόσμου, ζούσε και ζει με μεγάλη κατάνυξη το Θείο Δράμα.Η Μεγάλη Παρασκευή αποτελεί για τους Χριστιανούς την πιο «θλιμμένη» ημέρα του χρόνου, ημέρα απόλυτης αργίας και νηστείας, οι καμπάνες της εκκλησίας κτυπούν πένθιμα. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής ομάδες παιδιών γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν το μοιρολόι:

Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα,σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι

οι άνομοι και τα σκυλιά και τρισκαταραμένοι.

ο Κύριος θέλησε να μπει σε περιβόλι,

να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι…..

 Σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχουν παιδιά στο χωριό και έτσι δεν ακούγονται τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής.

Ο στολισμός του Επιταφίου έχει ιδιαίτερο εθιμοτυπικό. Χαρακτηριστικό των παλαιότερων ετών ήταν ότι πρώτα πήγαιναν τα λουλούδια για το στολισμό του Επιταφίου οι ελεύθερες και ύστερα οι παντρεμένες. Η ελληνική παράδοση ήθελε τις γυναίκες να ξενυχτούν την Μεγάλη Πέμπτη, μετά τα 12 Ευαγγέλια, στολίζοντας τον με λουλούδια όλων των χρωμάτων και των αρωμάτων. Χρησιμοποιούσαν ποικιλόμορφα μυρωδάτα αγριολούλουδα αλλά και άλλα, ήμερα, που μάζευαν τα παιδιά από τους ανοιξιάτικους κήπους, τις αυλές και τα χωράφια: Ανεμώνες και άλλα αγριολούλουδα, κίτρινα δακράκια, μαργαρίτες,  κρίνους, τριαντάφυλλα, βιολέτες, μενεξέδες, πασχαλιές.

Η Μεγάλη Παρασκευή ημέρα της κορύφωσης του θείου δράματος, της Ταφής του Χριστού. Το πρωΐ της Μεγάλης Παρασκευής κατά την ακολουθία των Μεγάλων Ωρών γινόταν η Αποκαθήλωση. Ο παπάς έβγαζε το σώμα του Χριστού από το Σταυρό και το τοποθετούσε μέσα στον Επιτάφιο. Σήμερα το εκκλησιαστικό συμβούλιο αγοράζει τα λουλούδια και την Μεγάλη Παρασκευή το απόγευμα,  οι γυναίκες και οι κοπέλες του χωριού

στολίζουν τον Επιτάφιο. Τα λουλούδια πλέκονται σε στεφάνια και γιρλάντες και ο Επιτάφιος γίνεται όλος μια κορώνα από άνθη, ενώ παράλληλα ψέλνουν το μοιρολόι της Παναγίας. Τα λουλούδια του Επιταφίου ονομάζονται Χριστολούλουδα,  Σταυρολούλουδα και τους αποδίδεται μεγάλη θαυματουργή Δύναμη. Όταν ολοκληρώνεται ο στολισμός, οι γυναίκες και τα παιδιά προσκυνούν και περνούν κάτω από τον Επιτάφιο «για να τους αγγίξει η χάρη».  Η κατασκευή του Επιταφίου δεν είναι τυχαία: Όπως πιστεύεται, το επάνω μέρος του συμβολίζει τον ουρανό και το επίπεδο που υπάρχει στη μέση συμβολίζει τη Γη.

Το βράδυ, μετά το άκουσμα των ομορφότερων τροπαρίων της χριστιανοσύνης, τα ‟Εγκώμια”, κατά την περιφορά του Επιταφίου, οι χωριανοί ακολουθούσαν σε πομπή. Ο ιερέας, ακολουθούμενος από τους ψάλτες και τους πιστούς  έκαναν τρεις φορές  γύρω από την εκκλησία. 


              Είσοδος του Επιταφίου στον Ναό μετά την περιφορά γύρω από την εκκλησία, με τον παπα-Γιάννη Αγγελή

Κατόπιν, μετά το τελετουργικό της εισόδου του Επιταφίου στην εκκλησία, οι πιστοί περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο και έπαιρναν τα λουλούδια που τους έδινε ο ιερέας και τα τοποθετούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού.  Το Μεγάλο Σάββατο το πρωΐ, σύμφωνα με την Ορθόδοξη εκκλησία, γιορτάζεται η Πρώτη Ανάσταση. Πολλοί συγχωριανοί, που δεν είχαν κοινωνίσει την Μεγάλη Πέμπτη,  κοινωνούσαν σε αυτή τη λειτουργία, στον Εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου. Σχεδόν  όλα τα σπίτια του χωριού είχαν επισκέπτες το Πάσχα. Την ημέρα αυτή έρχονταν τα ξενιτεμένα παιδιά των οικογενειών και άλλοι συγγενείς για να περάσουν μαζί τη μεγάλη αυτή εορτή.

Το Μεγάλο Σάββατο ξεκινούσαν οι προετοιμασίες για το γιορτινό γεύμα της επόμενης μέρας. Έσφαζαν το αρνί και το σούβλιζαν, ετοίμαζαν το κοκορέτσι για την επόμενη μέρα. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν με τα εντόσθια του σφαχτού και χορταρικά την μαγειρίτσα ή τα γεμίδια για το δείπνο μετά την Ανάσταση.

Το Δείπνο της Ανάστασης: Μαγειρίτσα και κόκκινα αυγά.

Πολλοί κτηνοτρόφοι του χωριού, αυτή την ημέρα, χάριζαν σε συγγενείς και φίλους γάλα για να πήξουν γιαούρτι. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, κατά τις 11 η ώρα χτυπούσε η καμπάνα  για την Ανάσταση. Οι δρόμοι του χωριού γέμιζαν από τους πιστούς που κατευθύνονταν προς την εκκλησία. Μετά το «Δεύτε λάβετε φως» που έλεγε ο παπα- Ανδρέας και αφού  άναβαν τις λαμπάδες έβγαιναν όλοι ατο προαύλιο για την Ανάσταση. Στις 12 ακριβώς ο ιερέας έλεγε το «Χριστός Ανέστη!» και ο τόπος σειόταν από τα βεγγαλικά και τις κροτίδες. Οι πιστοί ασπάζονταν ο ένας τον άλλο και στη συνέχεια ο ιερέας έμπαινε μέσα στην εκκλησία, κρατώντας την εικόνα της Ανάστασης. Στέκονταν στη μέση της εκκλησίας και όλοι ασπάζονταν την εικόνα και το χέρι του ιερέα. Μετά την Ανάσταση οι πιστοί έφερναν  στα σπίτια τους το Άγιο Φως και έκαναν το σχήμα του σταυρού με τον καπνό της λαμπάδας στην είσοδο του σπιτιού. Κατόπιν με το ίδιο φως άναβαν το καντήλι που είχαν στα εικονίσματα του σπιτιού, το οποίο προσπαθούσαν να κρατήσουν αναμμένο τουλάχιστον τρεις με σαράντα ημέρες, επειδή το θεωρούσαν θαυματουργό.

Αν και αρκετοί ήταν αυτοί που κάθονταν στην αναστάσιμη λειτουργία το βράδυ του Σαββάτου, υπήρχαν πολλοί που έφευγαν μετά το «Χριστός  Ανέστη». 
Στο σπίτι παρακάθονταν στο τραπέζι της αγάπης για την παραδοσιακή μαγειρίτσα και τσούγκριζαν κόκκινα αυγά.

Ψήσιμο στην αυλή της Αργυρώς Ανδρίτσου, με την μητέρα της Ιουλία Ανδρίτσου και τα παιδιά της.

Την Κυριακή του Πάσχα, ετοίμαζαν τη φωτιά για το ψήσιμο του αρνιού που γίνονταν συνήθως ομαδικά στις αυλές των σπιτιών. Έβαζαν τα δεμάτια από κληματόβεργες στοίβα και τις άναβαν. Έφτιαχναν τα αναμμένα κάρβουνα και έψηναν το σφαχτό. 

Ψήνουν οι αείμνηστοι Χρυσούλα Καρπούζη, Γεώργιος Καρπούζης, Σοφία Χριστοπούλου  και ο νεαρός Ηλίας Καρπούζης.

Κατά τη διάρκεια του ψησίματος επισκέπτονταν συγγενικά ή φιλικά σπίτια για να ευχηθούν το Χριστός Ανέστη. Οι νοικοκυρές κερνούσαν τους επισκέπτες κουλουράκια, τσουρέκια,γλυκά και τσούγκριζαν αυγά. Το χωριό αντηχούσε από τις τουφεκιές που έριχναν από τα σπίτια και τους χορούς και τα τραγούδια.

Ψήνουν Ηλίας Καρπούζης με τον αείμνηστο Δημήτριο Καρπούζη ( Καπετάνιο) και τα παιδιά του.

Πάσχα στην αυλή του Αθανασίου Μπίκου. Εικονίζονται  Γεώργιος Μπίκος, Αθανάσιος Μπίκος, Ντία Μπίκου, Κική Μπίκου και άλλοι.

Το απόγευμα, στις πέντε η ώρα, χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας για τον «Εσπερινό της Αγάπης» ή τη Δεύτερη Ανάσταση. Μετά το τέλος της λειτουργίας έβγαιναν στο προαύλιο της εκκλησίας, όπου υπήρχαν όργανα και ξεκινούσε γλέντι. Πρωτοχόρευε ο παπα- Αντρέας Πυρρωστής το «Χριστός Ανέστη» και κατόπιν ακολουθούσαν  κατά φύλο και ηλικία οι υπόλοιποι.Το γλέντι αυτό συνεχίζονταν για τρεις ημέρες, πρωΐ και απόγευμα, μετά τη λειτουργία. 

 Κυριακή του Πάσχα. Χορός στο προαύλιο της εκκλησίας (όπως ήταν τότε) του Αγίου Νικολάου. Χορεύουνː Γιάννης Χριστόπουλος, Γιώργος Χριστόπουλος, Γιάννης Ζούπας, Γιώργος Πυρρωστής (στρατιώτης). Καθιστός ο Γεώργιος Καρπούζης.

Δυστυχώς, από το τέλος της δεκαετίας του ’60, σταμάτησε να τελείται το έθιμο αυτό στο χωριό μας. Παρ΄όλο που που κάποια από τα έθιμα του Πάσχα έχουν λησμονηθεί στο πέρασμα του χρόνου, εν τούτοις βλέπουμε σήμερα, πολλοί από τους νέους να γιορτάζουν με λαμπρότητα την εορτή των εορτών και να προσπαθούν να αναβιώσουν ξεχασμένα έθιμα, που είναι οι παραδόσεις μας. Είναι όλα τα θεμελιώδη, τα αιώνια πολιτιστικά στοιχεία μας. Είναι οι ηθικές μας αξίες, οι οποίες παραδόθηκαν από τις προηγούμενες γενιές στις επόμενες και διαμορφώνουν την ταυτότητα του λαού μας. Έχοντας πολυετή επαγγελματική εμπειρία από την επαφή με  νέους άνω των 15 ετών, μου έκανε εντύπωση, που πολλά αγόρια και κορίτσια ακολουθούσαν τον παλιό τρόπο εορτασμού του Πάσχα. Νήστευαν από τις Απόκριες μέχρι το Μεγάλο Σάββατο και γιόρταζαν τηρώντας παλιά έθιμα. Αυτό σημαίνει ότι αν και ζούμε σε μια εποχή που λέμε ότι χαρακτηρίζεται από απομάκρυνση των νέων από τη θρησκεία, υπάρχουν αρκετοί που συμμετέχουν στα λατρευτικά έθιμα με την καρδιά τους και ζουν τη μαγεία των παραδόσεων. Μέσα από εικόνες και μυρωδιές, τελετές και μυσταγωγία οι παραδόσεις μας ενώνουν με το παρελθόν, μας δένουν σαν οικογένεια, σαν κοινότητα, σαν χώρα. Και είναι σημαντικό για τους νέους να μαθαίνουν από νωρίς να βιώνουν τα σπουδαία και ωραία έθιμα και τις παραδόσεις μας. Να μην τα θεωρούν συντηρητικά και αναχρονιστικά και να μην τα υποτιμούν αμφισβητώντας την αξία τους. Μετά την Κυριακή του Πάσχα αρχίζει η εβδομάδα της Διακαινησίμου που τελειώνει την Κυριακή του Θωμά. Την εβδομάδα αυτή άρχιζε η περίοδος πνευματικής αναγέννησης για τους πιστούς.  Την εβδομάδα αυτή καθημερινά τελούνται λειτουργίες στην εκκλησία και σε κάθε τόπο τελούνται διάφορα έθιμα ψυχαγωγικού χαρακτήρα.

Καλή Ανάσταση σε όλους.

                                                                                   Ευτυχία Χριστοπούλου

 Πρόεδρος Μορφωτικού και Πολιτιστικού     

Συλλόγου Αγίου Σώστη « Σύγχρονοι Ιναχιείς».