Απόκριες στο χωριό μας!
Αναμνήσεις από τις Απόκριες των παιδικών μου χρόνων.
Απόκριες 1963. Όρθιοι Γιάννης Χριστόπουλος και Σπύρος Παχής. Άννα Παχή, η γιαγιά μου Ζωΐτσα Κουμπούρη,
Ευτυχία Χριστοπούλου, Γιάννης Παχής, Θανάσης και Κώστας Χριστόπουλος.
Όσο μεγαλώνουμε τόσο νοσταλγούμε τα παιδικά μας χρόνια! Σε εκείνες τις εποχές που μπορεί να υπήρχε φτώχια ήταν όμως όμορφα, αθώα και ανέμελα. Τότε που δεν υπήρχε τόσος φόβος και ο κίνδυνος δεν παραμόνευε σε κάθε γωνιά.Κάθε φορά που η μνήμη μου ταξιδεύει στα παιδικά μου χρόνια, το μέσα μου γεμίζει με όμορφες εικόνες που κοιτάζοντας το βλέπω πως το παρελθόν μοιάζει με παραμύθι!Ποιος δεν έπαιξε και δεν ξεφάντωσε στις Απόκριες των παιδικών μας χρόνων… και ποιος δεν θυμάται εκείνες τις ξεχωριστές ημέρες γιορτής. Οι παιδικές μου μνήμες, οι αφηγήσεις των παλιών και οι εικόνες που έχω είναι από τις τελευταίες μέρες της Αποκριάς. Φαίνεται ότι οι προηγούμενες Κυριακές δεν είχαν διασκεδαστικό χαρακτήρα. Όμως εκείνη την τελευταία εβδομάδα θυμάμαι πολλά.
Παιδί ακόμα θυμάμαι τον φόβο που μας προκαλούσαν οι μασκαράδες. Αυτό όμως που δεν θα ξεχάσω με τίποτα είναι η ανεμελιά της εποχής, η επαφή με τους συγχωριανούς και το άφθονο γέλιο. Χρόνια που μπορούν να μας διδάξουν ότι οι άνθρωποι δεν χρειαζόμαστε περίτεχνα και ακριβά άρματα, ούτε φαντασμαγορικά κέντρα διασκέδασης, ούτε ακόμα πολυτελή εστιατόρια, για να ζήσουμε όμορφες στιγμές!Απόκριες ονομάζονται οι τρεις εβδομάδες πριν από την Καθαρή Δευτέρα οπότε αρχίζει και η μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής. Ονομάστηκαν έτσι επειδή, την περίοδο αυτή, συνηθίζεται να μην τρώνε κρέας οι Χριστιανοί, δηλαδή «να απέχουν από κρέας»Είναι γιορτή πανάρχαια που ανάγεται στους προθρησκευτικούς ακόμη χρόνους και στις γονιμικές γιορτές που γίνονταν με αφορμή το ξύπνημα της φύσης μετά τη χειμωνιάτικη νάρκη. Είναι εποχή ευθυμίας και διασκεδάσεων γιατί η φύση αναγεννιέται οργιαστικά, η ζωή νικά τον θάνατο και ο άνθρωπος λαχταρά κι αυτός να ακολουθήσει το παράδειγμά της και να υποβοηθήσει τη διαιώνιση του είδους του. Οι Αποκριές παραμένουν η μόνη μη θρησκευτική γιορτή στη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και σε πολλά μέρη του κόσμου. Πρόκειται για ένα πανηγύρι χαράς και αναζωογόνησης. Είναι τρεις εβδομάδες κεφιού και διασκέδασης για τον περισσότερο κόσμο που αφήνει τις έννοιες και τα προβλήματα κατά μέρος.
Η περίοδος αυτή χρονικά συμπίπτει με τη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων της ελληνικής αρχαιότητας που ήταν αφιερωμένες στο μυθικό θεό Διόνυσο, θεό του κρασιού και του γλεντιού. Η Αποκριά λοιπόν είναι μια γιορτή προς το τέλος του χειμώνα. Παλαιότερα για τους κατοίκους των χωριών ήταν μια χαρούμενη ανάπαυλα στη μονότονη, χειμωνιάτικη αγροτική και κτηνοτροφική ζωή. Οι Απόκριες είναι η ζωντανή ανάμνηση της αγροτικής εποχής, τότε που ο άνθρωπος ήταν πιο δεμένος με τη φύση, εξαρτημένος αποκλειστικά από εκείνη και το έλεός της, μια περίοδος όπου οι γιορτές κατείχαν σημαντική θέση στην καρδιά του, μιας και το γέλιο, η διασκέδαση και η εκτόνωση δεν ήταν προνόμια της καθημερινότητας. Και τούτο γιατί σήμαινε ατέλειωτο γλέντι, πολυφαγία, μασκάρεμα, αστεία, αθυροστομία και γενικά κέφι και σάτιρα. Όλα αυτά κορυφώνονταν την τελευταία Κυριακή, την Τυρινή όπως λέγεται και σε πολλά μέρη την Καθαρά Δευτέρα.
Οι Απόκριες των παιδικών μου χρόνων ήταν απλές χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και αυτή ήταν και η μαγεία τους δημιουργώντας μας αναλλοίωτες αναμνήσεις στο πέρασμα του χρόνου..Τι θυμάμαι από τις απόκριες των παιδικών μου χρόνων... Μοιάζουν τόσο μακρινές, κι όμως είναι αρκετό να κλείσω για λίγες στιγμές τα μάτια και γεμίζει το μυαλό και η καρδιά εικόνες, χρώματα, μυρωδιές, γέλια, πρόσωπα αγαπημένα, χαρούμενα, που ήταν ευτυχισμένα με λίγα απλά πράγματα. Ήξεραν να ζουν όμορφα, ήξεραν να μοιράζονται, ήξεραν να αγαπούν και να κάνουν τις στιγμές γιορτή. Την Κυριακή ξεκινούσε το χωριάτικο καρναβάλι που είχε μεγάλο γούστο! Θυμάμαι από παιδί όσοι συμμετείχαν ντύνονταν με προβιές ζώων και βάφονταν με φούμο. Όλα αυτοσχέδια. Μάλιστα εκείνοι που πρωταγωνιστούσαν στο έθιμο ήταν οι μεγαλύτεροι και οι μικροί σιγόνταραν. Παρέες-παρέες οι χωριανοί, κυρίως οι άντρες, μεταμφιέζονταν σε μασκαράδες. Όχι όπως τώρα με στολές πολυτελείας! Που τέτοια εκείνο τον καιρό… Τότε δούλευε η φαντασία μας και με ό,τι είχε ο καθένας στο σπιτικό του σκάρωνε και το δικό του “μασκαρλίκι”! Και τι δεν έβλεπες! Κάλυπταν τα πρόσωπά τους με αυτοσχέδιες μάσκες από δέρματα ζώων, κέρατα από κατσίκια, χάρτινες προσωπίδες, φορούσαν περούκες από μαλλιά προβάτων, καπελαδούρες και φέσια, ντύνονταν με παλιές κάπες, ακόμη και φουστανέλες των παππούδων! Οι περισσότεροι κρατούσαν μαγκούρες και πολλοί κάλτσα με στάχτη για να προστατέψουν τους μασκαράδες! Όλα τούτα τα συνδύαζαν με τέτοια μαεστρία που γίνονταν κυριολεκτικά αγνώριστοι! Άλλος παρίστανε τον γαμπρό, άλλος την νύφη, άλλος τον παπά, άλλοι έκαναν τα ξωτικά κι ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σας! Δεν χρειαζόταν καμιά θεματική μεταμφίεση. Ο καθένας ντυνόταν με ό, τι μπορούσε να βρει, με φαντασία και κέφι. Αργότερα ήρθαν στο χωριό οι πρώτες μάσκες και ο χαρτοπόλεμος. Χάρτινες και πλαστικές (πιο ακριβές αυτές) με άγνωστες αδιάφορες φιγούρες. Με δυο τρύπες στα μάτια και λαστιχάκι στο πίσω μέρος να κρατιέται. Οι χάρτινες δεν ήταν και πολύ αντοχής. Την ημέρα της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς, τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια ντυνόμασταν με ρούχα που από μέρες είχαμε φροντίσει να ανακαλύψουμε στις ντουλάπες του σπιτιού. Πηγαίναμε παρέες στα συγγενικά σπίτια όπου μας επιβράβευαν με όμορφα λόγια για τη μεταμφίεση μας και μας έδιναν γλυκά, φρούτα και καμιά φορά χρήματα. Το βράδυ έφτανε η σειρά των μεγάλων να μεταμφιεστούν κρύβοντας πάντα και τα πρόσωπα, να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και να δημιουργούν διάφορα αυτοσχέδια κωμικά θεατρικά, προσέχοντας όμως να μην αποκαλυφθούν
Οι παρέες συμμετείχαν στα αστεία τους, προσπαθώντας συγχρόνως να μαντέψουν ποιοι ήταν οι μασκαράδες. Οι οικοδεσπότες τους κερνούσαν κρασί και μεζέδες και προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν με κάθε τρόπο. Μέσα από λογοπαίγνιο και έξυπνες ερωτήσεις προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν. Δεν επιτρεπόταν να τους ξεσκεπάσουν τραβώντας την μαντίλα ή την μάσκα. Επιτυχία για τους μεταμφιεσμένους ήταν να πειράξουν τους παρευρισκομένους και να μην τους αναγνωρίσουν. Η επίσκεψη μπορούσε να κρατήσει και μισή ώρα σε ένα σπίτι. Θυμάμαι, όσο ζούσαμε στο χωριό, την Κυριακή το βράδυ να έρχονται στο σπίτι ντυμένοι μασκαράδες παρέες γειτόνων (Κουμπουραίοι, Κογιαίοι, Ζανναίοι και άλλοι) και να επικρατεί σε εμάς, τα παιδιά, πανικός. Φοβόμασταν τους μασκαράδες και τα καμώματα τους. Κι έτσι ξεκινούσε αυτό το πολύχρωμο καρναβάλι του χωριού και με αστεία καμώματα, χορούς και τραγούδια το περιδιάβαινε μπαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, για το σχετικό καλαμπούρι και βέβαια για τα κεράσματα! Τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν και τα γέλια αντηχούσαν σε κάθε σοκάκι. Άσε πια το τι γίνονταν με τα σατυροτράγουδα: “πως το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι” ή το άλλο: “τι να σου κάνω Χάιδω μου, τι να σου κάνω γιέ μου, εγώ ο μαύρος γέρασα κι εσύ θέλεις παιχνίδια”! Μέχρι αργά το βράδυ της Κυριακής το ακούραστο καρναβάλι του χωριού είχε την τιμητική του. Μετά από τις επισκέψεις στα σπίτια οι μασκαράδες συνήθως κατέληγαν στο καφενείο όπου συνέχιζαν το ξεφάντωμα.
Σύμφωνα με μαρτυρία του συνταξιούχου δάσκαλου του χωριού μας κ. Κων/νου Πιτσίκα κάποιες φορές έντυναν νύφη τον μακαριστό ιερέα του χωριού Γιάννη Αγγελή και γαμπρό τον μακαρίτη Δημήτριο Καρακίτσο και αναπαριστούσαν τον Βλάχικο γάμο. Επίσης τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 χωριανοί μας αναπαριστούσαν το έθιμο της Καμήλας. Σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες, οι μακαρίτες Γάννης Θέος και Γεώργιος Κίσσας του Δημητρίου πρωτοστατούσαν σε αυτό. Έφτιαχναν μια καμήλα με σκελετό από σανίδια και πάνω έριχναν κουρέλια που έφταναν μέχρι το οδόστρωμα. Για κεφάλι χρησιμοποιούσαν το κρανίο ενός ψόφιου αλόγου ή γαïδάρου που το έπαιρναν από το Χαλιά, κοντά στη Βίστριζα, από τα ψόφια ζώα που πετούσαν εκεί την εποχή εκείνη. Μέσα έμπαιναν δύο άτομα και αποτελούσαν τα πόδια της καμήλας. Ο πρώτος κρατούσε ένα σκοινί με το οποίο ήταν δεμένο το σαγόνι του κεφαλιού και τραβώντας το μπορούσε να το ανοιγοκλείνει. Εμείς όντας μικρά παιδιά τότε όταν βλέπαμε την καμήλα να μπαίνει στην αυλή του σπιτιού μας τρέχαμε να κρυφτούμε. Βλέποντας το στόμα της να ανοιγοκλείνει φοβόμασταν ότι θα μας κάνει κακό.
Στο σπίτι μας μαζεύονταν οι θείοι με τις οικογένειες τους και τρώγαμε όλοι μαζί. Στη στάχτη του τζακιού η μητέρα μου και η γιαγιά μου έψηναν αυγά, για τον καθένα το δικό του
Αν το αυγό “ίδρωνε”, τότε ο κάτοχός του θα είχε καλή υγεία. Αν έσκαγε στη φωτιά θα… 'σκαγε και το κακό το μάτι! Το αυγό παίζει ρόλο μαντικό -η μαντεία συνοδεύει πάντα τα χρονικά περάσματα από τη μία εποχή στην άλλη. Σε άλλες περιοχές παρακολουθούσαν τίνος θα σκάσει (άρα κάποια αρρώστια θα τον απειλήσει) και τίνος θα ιδρώσει, άρα θα μείνει υγιής. Αλλού, ο γηραιότερος της οικογένειας έπαιρνε ένα αυγό δεμένο σε ξύλο και το περιέφερε μπροστά στο στόμα όλων ως εκκρεμές. Όποιος με το στόμα το έπιανε ήταν ο νικητής. Ευχόταν: «με αβγό το κλείνω, με αβγό να το ανοίξω», εννοώντας το Πάσχα με το κόκκινο αβγό.
Ευτυχία Χριστοπούλου
Συνταξιούχος Καθηγήτρια
















